Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Για μια Μαρξιστική προσέγγιση των προβλημάτων του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων

της Ανδριάνας Βλάχου

1. Εισαγωγή Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος σε διεθνές επίπεδο.
Η καταστροφή του περιβάλλοντος και η αλόγιστη χρήση των φυσικών πόρων έχουν προσλάβει τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε οι συνέπειες τους να βιώνονται καθημερινά ενώ η αντιμετώπιση τους προβάλλεται ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Παράδειγμα κοντινό μας αποτελούν οι περιβαλλοντολογικές συνθήκες της Αθήνας που έχουν καταστήσει την πρωτεύουσα απάνθρωπη. Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη του ΥΠΕΧΩΔΕ, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 1990, η ποιότητα της ατμόσφαιρας στην Αθήνα είναι κακή περίπου 40 ημέρες το χρόνο - περίοδο κατά την οποία πολλοί ρύποι ξεπερνούν τα όρια επιφυλακής...
Το φωτοχημικό νέφος στο Λεκανοπέδιο, στο οποίο κυριαρχεί το όζον και το διοξείδιο του αζώτου, αυξάνει και εξαπλώνεται στην περιφέρεια. Το διοξείδιο του θείου αυξάνει. Το μονοξείδιο του άνθρακα αλλού αυξάνει με βραδείς ρυθμούς και αλλού παραμένει σταθερό και μόνο το νέφος καπνού ελαττώνεται στην Αθήνα1. Ανάλογα προβλήματα με αυτά της Αθήνας αναπτύσσονται με ταχύτατους ρυθμούς και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Αλλά αν η ατμοσφαιρική ρύπανση των μεγάλων πόλεων μπορούσε να θεωρηθεί σαν τοπικό φαινόμενο, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, που τόσο πολύ συζητείται τα τελευταία 34 χρόνια, αποτελεί ένα φαινόμενο με παγκόσμιες συνέπειες λόγω της αποσταθεροποίησης του θερμικού ισοζυγίου της γης που προκαλεί. Η αύξηση της συγκέντρωσης στη γήινη ατμόσφαιρα αερίων όπως το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο, το υποξείδιο του αζώτου, οι χλωροφθοράνθρακες και το τροποσφαιρικό όζον δημιουργεί ένταση του φαινομένου του θερμοκηπίου με αποτέλεσμα το στρώμα των αερίων αυτών χωρίς να εμποδίζει την είσοδο της θερμότητας, επιτρέπει την έξοδο μικρότερου ποσού θερμότητας. Προκαλείται, έτσι, αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της γης που θα οδηγήσει σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας με καταστροφικές συνέπειες για τους παράκτιους οικισμούς και τους υδροφόρους ορίζοντες. Η αύξηση της θερμοκρασίας θα μετακινήσει τη ζώνη των βροχοπτώσεων και θα προκαλέσει γενικά μείωση των υδάτινων πόρων με σοβαρές επιπτώσεις στην βλάστηση, στην οικολογική ποικιλία και στην γεωργική παραγωγή2. Στον κατάλογο των οικολογικών καταστροφών μπορούν ακόμη να καταχωρηθούν τα επίκαιρα φαινόμενα της ξηρασίας και της «τρύπας του όζοντος», η ρύπανση των υδάτινων πόρων με οργανικές και τοξικές ουσίες, η ρύπανση του εδάφους με την απόρριψη αχρήστων ή λόγω χρήσης λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων καθώς και η ραδιενεργός ρύπανση που αγκαλιάζει όλους τους φυσικούς αποδέκτες. Μεγαλύτερη όμως σημασία από την καταγραφή των διάφορων μορφών της οικολογικής καταστροφής έχει η αναζήτηση των αιτιών που προκαλούν αυτήν την καταστροφή ώστε να ανιχνευθούν οι δυνατότητες αντιμετώπισης τους. Ένας μεγάλος αριθμός μελετών αναφέρει σαν κύριες αιτίες της καταστροφής της φύσης την αύξηση του πληθυσμού, την οικονομική ανάπτυξη που βασίζεται στην γρήγορη εκβιομηχάνιση και την εξέλιξη της τεχνολογίας, και τη συνεχή διεύρυνση των καταναλωτικών αναγκών που αποδίδεται στο ακόρεστο της ανθρώπινης φύσης. Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι ενώ καταγράφονται σχολαστικά οι ρυθμοί εξέλιξης των παραπάνω παραγόντων, η ερμηνεία της εξέλιξης τους γίνεται είτε με μεταφυσικές αναφορές στην ανθρώπινη φύση είτε με κάποια αόριστη αναφορά στην επιδίωξη κέρδους - που αποτελεί κάτι «κακό» μόνο όταν παίρνει την μορφή γρήγορου κέρδους. Έτσι οι αιτίες της οικολογικής καταστροφής δεν αποχτούν ένα συγκεκριμένο κοινωνικό, ταξικό περιεχόμενο. Εναπόκειται, λοιπόν, στη μαρξιστική θεωρία να αναδείξει τις ταξικές διαστάσεις των οικολογικών προβλημάτων και να επισημάνει ότι πολλά από τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος που αναλαμβάνονται σήμερα από το καπιταλιστικό κράτος - και υποστηρίζονται και από πολλούς οικολόγους - εντάσσονται στη λογική του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και, ως εκ τούτου, πολύ μικρή σχέση έχουν με μια εναλλακτική κοινωνική οργάνωση, όπου ο άνθρωπος και η φύση θα συνυπάρχουν αρμονικά. 2. Μια κριτική θεώρηση των αιτιών των οικολογικών προβλημάτων 2.1. Βιομηχανική ανάπτυξη και τεχνολογία Μία από τις βασικές αιτίες των οικολογικών προβλημάτων θεωρείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η βιομηχανική ανάπτυξη και η συναρτώμενη τεχνολογική πρόοδος. Η εκμηχανισμένη παραγωγή χρησιμοποιεί εκτεταμένα πηγές ενέργειας και πρώτες ύλες που δεν αναπαράγονται εύκολα από τη φύση. Καταναλώνει ανανεώσιμους πόρους με τέτοιους ρυθμούς που δημιουργεί κινδύνους για την αναπαραγωγή τους, ενώ παράλληλα διαταράσσει την οικολογική ισορροπία. Τέλος, ρυπαίνει το περιβάλλον σε βαθμό που υπερβαίνει τη χωρητικότητα του. Οι επιπτώσεις αυτές ανάγονται, συνήθως, στις διαδικασίες της εκβιομηχάνισης και της τεχνολογικής προόδου, οι οποίες παρουσιάζονται σαν «από μηχανής θεοί», και όχι σε μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης3. Σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία, όμως, κάθε μορφή κοινωνικής ανάπτυξης διέπεται από τις σχέσεις παραγωγής και δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μία ουδέτερη, αταξική διαδικασία. Η ανάπτυξη των επιστημών και η συνεπακόλουθη ανάπτυξη της τεχνολογίας αποτελούν κοινωνικές διαδικασίες, πολύπλοκες και αντιφατικές, παρά το γεγονός ότι διακρίνονται από σχετική αυτονομία και ειδική αποτελεσματικότητα. Επιπλέον, οι επιστήμονες, κατά την άσκηση της επιστημονικής πρακτικής μετέχουν στην ταξική πάλη που διεξάγεται στο χώρο της θεωρίας ενώ ταυτόχρονα σαν μέλη μιας κοινωνίας διαμορφώνονται από το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και λειτουργούν. Επομένως, τα προβλήματα που τίθενται προς μελέτη και διερεύνηση στις επιμέρους επιστήμες διαμορφώνονται κοινωνικά ενώ τα θεωρητικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται έχουν αναπτυχθεί ιστορικά και κοινωνικά. Η διάχυση της συσσωρευμένης γνώσης, η υποδομή της έρευνας και η χρηματοδότηση της, οι μηχανισμοί ευρύτερης αποδοχής των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας, η ανάπτυξη τεχνολογίας αλλά και η εμπορευματοποίηση της αποτελεί μια κοινωνική διαδικασία που επικαθορίζεται από ταξικά συμφέροντα. Έτσι, κατά τη μαρξιστική θεωρία, η εκβιομηχάνιση που χαρακτηρίζεται από τεχνολογική πρόοδο εντάσεως κεφαλαίου, αναπτύσσεται στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος την εποχή που δεσπόζει ο αγώνας για την αύξηση της σχετικής υπεραξίας μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας. Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου διαμορφώνεται από τις ανάγκες του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού καθώς και από την ταξική πάλη μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ο καπιταλιστής που έχει ψηλότερη παραγωγικότητα από το κοινωνικά μέσο επίπεδο ιδιοποιείται πρόσθετη υπεραξία. Όταν, επίσης, η γενικότερη αύξηση της παραγωγικότητας αφορά εμπορεύματα που υπεισέρχονται στον καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης, τότε έχουμε μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Η συσσώρευση που οδηγεί σε υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου προέρχεται, επίσης, από τη συνειδητή υποκατάσταση εργατικής δύναμης από μέσα παραγωγής, αφού οι μηχανές, σε αντίθεση με τους εργάτες, δεν απεργούν4. Επιπλέον, η μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής και οι υψηλές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στο σύγχρονο καπιταλισμό, δημιουργούν την ανάγκη της αδιάκοπης παραγωγής, όχι μόνο για την ιδιοποίηση άμεσου κέρδους αλλά και για την ανάκτηση του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Η επιδίωξη σταθερότητας στην παραγωγική διαδικασία εξασφαλίζεται εν μέρει με τη συνεχή υποκατάσταση εργατικής δύναμης από κεφάλαιο. Επιπλέον, η αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου δημιουργεί ανεργία και επομένως πίεση για πτώση του εργατικού μισθού. Άρα, λοιπόν, η συγκεκριμένη μορφή εκβιομηχάνισης και τεχνολογίας που αναπτύχθηκε ιστορικά στηρίζεται στις σχέσεις παραγωγής: στη μεγιστοποίηση του κέρδους από τους καπιταλιστές και την αναπαραγωγή του συστήματος στο σύνολο του. Η λογική αυτή της κεφαλαιακής συσσώρευσης στο επίπεδο του ατομικού καπιταλιστή δεν υιοθετεί επενδύσεις που δεν αποδίδουν άμεσα κέρδη στο συγκεκριμένο καπιταλιστή. Επενδύσεις σε τεχνολογίες αντιρρύπανσης που ελέγχουν τις εκπομπές ρύπανσης, επεξεργάζονται τα απόβλητα, ή εναλλακτικά, εξοικονομούν φυσικούς πόρους αποφέρουν συνήθως μεγαλύτερο κόστος παρά άμεσο κέρδος στον καπιταλιστή, και γι' αυτό δεν αναλαμβάνονται. Για παράδειγμα, η χρήση ηλεκτροστατικών φίλτρων για την παρακράτηση σωματιδίων και αιθάλης δεν αποφέρει κανένα άμεσο κέρδος στις βιομηχανικές επιχειρήσεις και επομένως δεν υπάρχει κίνητρο για την ανάληψη της επένδυσης. Το κόστος του διαχωρισμού και επαναχρησιμοποίησης μεταλλικών υλικών παλιού παραγωγικού εξοπλισμού, αυτοκινήτων ή διαρκών καταναλωτικών αγαθών, είναι αρκετά μεγάλο σήμερα ώστε να συμφέρει τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν νέες εξορύξεις μετάλλων επιβαρύνοντας, αφενός, το περιβάλλον με την απόρριψη αχρήστων υλικών και εξαντλώντας, αφετέρου, τους συγκεκριμένους φυσικούς πόρους. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση αυτή τα ατομικά κεφάλαια είναι δύσκολο να εκκινήσουν από μόνα τους τη διαδικασία της έρευνας και ανάπτυξης τεχνολογίας που θα οδηγήσει σε οικονομική ανακύκλωση των πρώτων υλών. Επομένως, είναι η λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης και η εκβιομηχάνιση και η τεχνολογία που διέπεται από αυτή, που έρχεται σε αντίθεση με την προστασία του περιβάλλοντος. Εντούτοις, όπως θα δούμε, δεν είναι δυνατόν να αναπαραχθεί μακροχρόνια το καπιταλιστικό σύστημα όταν καταστρέφει τη φύση, η οποία αποτελεί την βάση κάθε κοινωνίας. Δημιουργείται, λοιπόν, η ανάγκη ενός καπιταλιστικού θεσμού που θα συμπυκνώνει όχι μόνο τα άμεσα αλλά και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των καπιταλιστών ώστε με την παρέμβαση του να επιτυγχάνεται η μακροχρόνια αναπαραγωγή του συστήματος στο σύνολο του. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας στον καπιταλισμό, πέραν από την οικονομική αναπαραγωγή εμπλέκεται και στη διαμόρφωση πολιτικών και ιδεολογικών όρων ύπαρξης του κεφαλαίου. Η αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου καθιστά αφενός έναν αριθμό εργατών πλεονασματικό και αφετέρου οδηγεί τους υπόλοιπους εργάτες συχνά στην αποειδίκευση ή ημιειδίκευση. Έτσι γίνεται πιο δύσκολη η συμμετοχή των εργατών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για την παραγωγή. Αξίζει να σημειωθεί, εδώ, ότι η συνεχής καπιταλιστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των νέων τεχνολογιών5, παρ' ότι οδηγεί σε απασχόληση ειδικευμένου προσωπικού δεν φαίνεται να επιτρέπει την ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση της παραγωγής. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να έχουν περιορισμένη εποπτεία και γνώση, και επομένως, έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας. Η βιομηχανία της ατομικής ενέργειας αποτελεί παράδειγμα παραγωγικής διαδικασίας, η οποία είναι σχεδόν αδύνατο να ελεγχθεί από το κοινωνικό σύνολο λόγω της υψηλής επιστημονικής γνώσης που απαιτεί και της μυστικότητας που επιβάλλεται για λόγους ασφάλειας. Έτσι, ο έλεγχος της παραμένει σε λίγα άτομα παρά τους σοβαρούς οικολογικούς κινδύνους που εγκλείει. Επιπλέον, είναι χαρακτηριστικό ότι η χρηματοδότηση για ανάπτυξη διαφόρων μορφών ενέργειας στις ΗΠΑ και Αγγλία κατευθύνεται κύρια στην ατομική ενέργεια και πολύ λιγότερο στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας που είναι ανανεώσιμες και μπορεί να τις διαχειρίζεται η τοπική αυτοδιοίκηση6. Αυτού του είδους οι επιλογές είναι και πολιτικές καθώς ενσωματώνουν την κυριαρχία συγκεκριμένων συμφερόντων. Η επιστήμη, επιπλέον, επιτελεί και ιδεολογικές λειτουργίες. Πολλές φορές προσφέρει νομιμοποίηση σε αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί. Ογκώδεις μελέτες ειδικών χρησιμοποιούν δόκιμες μεθοδολογίες και «αντικειμενικά» στοιχεία προκειμένου να επιβεβαιώσουν προϋπάρχουσες θέσεις7. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αναλύσεις κόστους οφέλους σε έργα περιβάλλοντος ή ανάπτυξης των φυσικών πόρων η επιλογή μιας και μόνο καθοριστικής μεταβλητής όπως το επιτόκιο ή της τιμής του προϊόντος είναι δυνατό να οδηγήσει σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα και να προκρίνει π.χ. τη χρήση πυρηνικής ενέργειας έναντι των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Όταν η βιομηχανική ανάπτυξη και η τεχνολογία καθαυτές παρουσιάζονται σαν αιτίες των οικολογικών προβλημάτων εμφανίζονται, επίσης, να υπερβαίνουν τα κοινωνικά συστήματα καθώς αποσυνδέονται από τις σχέσεις παραγωγής. Έτσι τα προβλήματα του περιβάλλοντος των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης τείνουν να ερμηνεύονται από την εκβιομηχάνιση και την τεχνολογία, η ανάπτυξη των οποίων έχει αποσυνδεθεί από την ταξική πάλη. Οι σχέσεις παραγωγής στις χώρες αυτές ορίζονταν μόνο με τη σχέση ιδιοκτησίας και μάλιστα στη νομική της μορφή. Η κατάργηση της ατομικής (νομικής) ιδιοκτησίας και η εθνικοποίηση ή συνεταιριστικοποίηση των μέσων παραγωγής θεωρήθηκε ότι δημιούργησε σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η τελειοποίηση των σχέσεων αυτών και η σταθεροποίηση τους υποτίθεται ότι θα πραγματοποιείτο με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που θα επιτυγχανόταν με τη γρήγορη εκβιομηχάνιση και την γρήγορη αύξηση της παραγωγικότητας8. Σ' αυτή τη διαδικασία υποβαθμίστηκαν οι άλλες συνιστώσες της κοινωνικής πραγματικότητας (πολιτική, ιδεολογία, κουλτούρα) και ευδοκίμησε ένας οικονομικός ντετερμινισμός που σε τελική ανάλυση υπόκρυπτε και ένα τεχνολογικό ντετερμινισμό. Η παραγωγή και η χρήση επιστημονικών γνώσεων εμφανίστηκε σαν μια ταξικά ουδέτερη διαδικασία. Η αυτονομία τους είχε γίνει απόλυτη. Έτσι η μεταφορά τεχνολογίας από τις Δυτικές καπιταλιστικές χώρες και η ανάπτυξη ίδιας ή παρόμοιας τεχνολογίας θεωρήθηκε επιθυμητή και αναγκαία. Εφόσον η χρήση υποτίθετο ότι γινόταν σε ριζικά διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες δεν θα εδημιουργούντο προβλήματα9. Αλλά η τεχνολογία στον καπιταλισμό ενσωματώνει μέσα της την ταξική κυριαρχία, καθιστά τον εργάτη ελεγχόμενο από το κεφάλαιο. Πώς ο εργάτης στο σοσιαλισμό θα μπορούσε να γίνει γνώστης και κυρίαρχος μιας τέτοιας τεχνολογίας ώστε η συμμετοχή του στη διεύθυνση της παραγωγής να είναι ουσιαστική; Η διαπλοκή αυτής της τεχνολογίας με τις άλλες κοινωνικές συνθήκες ήταν επόμενο να δημιουργήσει μια ιεραρχική διοίκηση όπου οι τεχνοκράτες και τα στελέχη διοικούσαν εν ονόματι των εργαζομένων. Επικράτησε, επιπλέον, μια αισιοδοξία και ένας μυστικισμός γύρω από την τεχνολογία που είχε σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση των επιπτώσεων στην ποιότητα ζωής ή απατηλές ελπίδες ότι η ίδια η ανάπτυξη της τεχνολογίας θα διασφάλιζε την προστασία του περιβάλλοντος. Η διάψευση, όμως, αυτών των αντιλήψεων υπήρξε οδυνηρή στο πρόσφατο ατύχημα του Chernobil. H προστασία του περιβάλλοντος και η ποιότητα ζωής εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να έχουν δευτερεύουσα σημασία όταν συγκρίνονται με άλλες «παραγωγικές» επενδύσεις παρά τις όποιες προσπάθειες που γίνονται. Έτσι, ενώ έχει γίνει προσπάθεια για τον καθαρισμό της λίμνης Βαϊκάλης, από την άλλη πλευρά αναφέρεται ότι η Σοβιετική Ένωση κατέχει την δεύτερη θέση - την πρώτη κατέχουν οι ΗΠΑ - συνεισφέροντας κατά 19% στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακος σε παγκόσμια κλίμακα στις οποίες οφείλεται κατά κύριο λόγο το φαινόμενο του θερμοκηπίου10. Η καταστροφή, λοιπόν, του περιβάλλοντος στις Ανατολικές χώρες που συντελέστηκε στα πλαίσια της ταξικής διαπάλης συμπύκνωνε τις μετεξελισσόμενες σχέσεις παραγωγής, την κυρίαρχη ιδεολογία που υφαινόταν γύρω από το όραμα του κομμουνισμού και τις πρακτικές οικοδόμησης του. Επομένως, συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι εφόσον είναι κοινωνικές οι διαδικασίες που καθορίζουν τη μορφή της εκβιομηχάνισης και της ανάπτυξης της τεχνολογίας, μονομερή μέτρα που περιορίζονται π.χ, στη χρηματοδότηση συγκεκριμένων ερευνητικών προγραμμάτων ή στον επηρεασμό του τρόπου ανάπτυξης της τεχνολογίας και δεν αποβλέπουν στην αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων προβλέπεται να είναι αντιφατικά και περιορισμένης αποτελεσματικότητας. 2.2. Η αύξηση του πληθυσμού Η αύξηση του πληθυσμού παρουσιάζεται, επίσης, σαν ένας από τους κυριότερους παράγοντες της καταστροφής του περιβάλλοντος. Η πληθυσμιακή αύξηση οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης με συνεπακόλουθη πίεση πάνω στο φυσικό περιβάλλον σαν πηγή πρώτων υλών και ενέργειας και σαν αποδέκτη καταλοίπων. Οι σύγχρονες θεωρίες για την αύξηση του πληθυσμού παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με την θεωρία του Malthus για τον πληθυσμό. Όπως είναι γνωστό, ο Malthus11 πίστευε ότι ο πληθυσμός, όταν δεν ελέγχεται, αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο, ενώ τα μέσα διατροφής αυξάνουν με αριθμητική πρόοδο, οδηγώντας στην εξαθλίωση και, με δεδομένο το επίπεδο της τεχνολογίας, στην οικονομική στασιμότητα. Σαν αιτία της αύξησης του πληθυσμού παρουσιάζει την ανθρώπινη φύση με τη μορφή του ανεξέλεγκτου σεξουαλικού πάθους στο οποίο επαφίεται ο άνθρωπος όταν η οικονομική ανάπτυξη αυξάνει τη διαθέσιμη για κατανάλωση ποσότητα τροφίμων. Οι παράγοντες που επενεργούσαν για να ανακόψουν την πληθυσμιακή έκρηξη και την συνεπακόλουθη οικονομική στασιμότητα ήταν, σύμφωνα με τον Malthus, οι ασθένειες, η παιδική θνησιμότητα, οι πόλεμοι, οι θάνατοι από πείνα κλπ. Η σύγχρονη, λοιπόν, «θεωρία της Δημογραφικής Μεταβατικότητας»12 ερμηνεύει ουσιαστικά την αύξηση του πληθυσμού με βάση την εξάλειψη κυρίως των παραπάνω αντισταθμιστικών παραγόντων, που ο Malthus χαρακτήριζε ως θετικής φύσης, στις σύγχρονες κοινωνίες. Εξάλλου, οι D. Meadows et. al. (1974) καταλήγουν στα ίδια ζοφερά συμπεράσματα με τον Malthus. Με την βοήθεια μαθηματικών υποδειγμάτων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η γρήγορη αύξηση του πληθυσμού συνδυασμένη με τον σημερινό τρόπο χρήσης των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος θα οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία στην καταστροφή. Η πληθυσμιακή αύξηση, όμως, δεν πρέπει να υποβιβάζεται σε μια σχέση μεταξύ δεικτών γεννήσεων και θανάτων. Η μαρξιστική θεώρηση της αύξησης του πληθυσμού εξετάζει τους πολύπλοκους κοινωνικούς καθορισμούς και τη σχετικότητα - ανάλογα δηλ. με τη χώρα - του φαινομένου του «υπερπληθυσμού». Πέρα από κάθε μονόπλευρη βιολογική εξήγηση, οι αιτίες αναζητούνται στις αλληλεπιδράσεις της οικονομικής κατάστασης του ατόμου και της οικογένειας, των πολιτιστικών αξιών, τη δομή της οικογένειας, του ρόλου των γυναικών στην οικογένεια και στην κοινωνία, της κοινωνικής υποδομής για την ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών κλπ.13 Έτσι, το πρόβλημα της πληθυσμιακής αύξησης εξετάζεται μέσα στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Όταν παρατηρείται εξάλλου το φαινόμενο της πείνας δεν σημαίνει ότι υπάρχει απόλυτη αδυναμία της φύσης να συντηρήσει ένα πληθυσμό. Ο «πλεονάζων πληθυσμός» δεν είναι δυνατόν να συντηρηθεί, κατά κύριο λόγο, εξαιτίας αφενός της κυριαρχίας συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής σε μια χώρα που έχει σαν αποτέλεσμα τη διατήρηση των λαϊκών εισοδημάτων σε χαμηλά επίπεδα, και αφετέρου της θέσης του εθνικού κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά που έχει σαν αποτέλεσμα μια χώρα να διασφαλίζει χαμηλό εισόδημα στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι πολλές φορές καταστρέφονται «πλεονάσματα» αγροτικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων προκειμένου να διασφαλιστούν μακροχρόνια οι συνθήκες πραγματοποίησης του κεφαλαίου που λειτουργεί σ' αυτούς τους κλάδους, ενώ την ίδια στιγμή μεγάλα τμήματα πληθυσμού αντιμετωπίζουν προβλήματα ένδειας και υποσιτισμού. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ένα γενικευμένο πρόβλημα πληθυσμού σαν απόρροια κάποιου αιώνιου φυσικού νόμου. Αντίθετα, κάθε τρόπος παραγωγής έχει το δικό του πληθυσμιακό νόμο, σύμφωνα με τον Marx14. Ο καπιταλισμός παράγει το δικό του πλεονάζοντα πληθυσμό: το βιομηχανικό εφεδρικό στρατό σαν αποτέλεσμα της συσσώρευσης κεφαλαίου. Οι άνεργοι δεν διαθέτουν εισοδήματα για να αγοράσουν προϊόντα και έτσι γι' αυτούς οι πόροι βρίσκονται σε στενότητα. Εξάλλου, σε αντίθεση, με τις Μαλθουσιανές εξηγήσεις, μεγάλοι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού παρατηρούνται σήμερα σε χώρες όπου η διαθέσιμη ποσότητα τροφίμων είναι περιορισμένη. Συνήθως, σ' αυτές τις κοινωνίες παρατηρείται μια προϊούσα καταστροφή προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και μια διείσδυση του καπιταλισμού που έχουν σαν αποτέλεσμα την αποδιάρθρωση των παλιών κοινωνικών δομών και την αποξένωση των ατόμων από τα μέσα παραγωγής χωρίς παράλληλα να έχει αναπτυχθεί ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ο μεγάλος αριθμός παιδιών στις κοινωνίες αυτές εξασφαλίζει εργατική δύναμη για μίσθωση προς τρίτους ή για την οικογενειακή παραγωγή ώστε να εξασφαλίζεται ένα οικογενειακό εισόδημα και κάποια ασφάλεια για περιόδους ασθενειών, γηρατειών κλπ.15 Επιπλέον, στα πλαίσια της μαρξιστικής θεωρίας, τίθενται υπό εξέταση οι ίδιοι όροι «ανάγκη διαβίωσης», «πόροι» και «στενότητα» πόρων για την ικανοποίηση των αναγκών διαβίωσης16. Όπως θα δούμε και στο επόμενο τμήμα, οι «ανάγκες» δεν προσδιορίζονται σε όρους αφηρημένους και γενικούς όπως, π.χ., τι είναι χρήσιμο για όλους τους ανθρώπους σε όλες τις εποχές. Αντίθετα, ο προσδιορισμός τους είναι κοινωνικός. Επιπρόσθετα, οι ανάγκες εκφράζονται στην αγορά μέσω της ζήτησης, δηλαδή είναι οι ανάγκες εκείνων που διαθέτουν εισοδήματα και η πηγή εισοδημάτων είναι η παραγωγή. Έτσι, οι ανάγκες ιεραρχούνται στην αγορά μέσω του καταναλισκόμενου εισοδήματος. Από την άλλη πλευρά, το τι αποτελεί «πόρο» σε μια εποχή καθορίζεται και πάλι από κοινωνικούς παράγοντες. Έτσι, αν παρατηρηθεί στενότητα ενός πόρου, αυτή δεν μπορεί να αναχθεί στη φύση αλλά σε κοινωνικούς παράγοντες. Το πετρέλαιο και το ουράνιο π.χ. έγιναν ζωτικοί πόροι μόνο στον εικοστό αιώνα, όταν δηλαδή συνδέθηκαν τόσο στενά με την παραγωγή ή και την κατανάλωση17. Είναι φανερό ότι ο ρόλος της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι σημαντικός τόσο στην ανάδειξη νέων πόρων όσο και στη δημιουργία νέων αναγκών. Η ανάπτυξη τους, όμως, όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο τμήμα, είναι αντιφατική λόγω του πολύπλοκου ταξικού καθορισμού τους ώστε τα προβλήματα της φτώχειας ή της διατήρησης ενός πληθυσμού να μην έχουν λυθεί παρά τις μεγάλες τεχνολογικές προόδους που έχουν σημειωθεί. Η μαρξιστική λοιπόν προσέγγιση του προβλήματος του πληθυσμού και της στενότητας των πόρων δεν μπορεί παρά να θεωρεί τους ελέγχους γεννήσεων σαν μονομερή και μη αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος. Αντίθετα, προτρέπει σε ριζικές αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, στην τεχνική και πολιτιστική αποτίμηση της φύσης σαν πηγή πόρων και στους όρους διαμόρφωσης των αναγκών των ατόμων. 2.3. «Καταναλωτισμός» Η κυρίαρχη νεοκλασική οικονομική θεωρία ξεκινά από την βασική υπόθεση ότι κίνητρο για την παραγωγή εμπορευμάτων είναι η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών οι οποίες εκφράζονται από τους καταναλωτές μέσω του μηχανισμού της αγοράς. Είναι, λοιπόν, η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση που βασίζεται σε μεταβολές των καταναλωτικών προτύπων εκείνη που οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης και δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους εξάντλησης των φυσικών πόρων και καταστροφής του περιβάλλοντος18. Στη νεοκλασική θεωρία οι καταναλωτικές προτιμήσεις αποτελούν εξωγενείς μεταβλητές. Τα καταναλωτικά πρότυπα εμφανίζονται ως μία σχέση του μεμονωμένου ατόμου με ένα προϊόν, από την κατανάλωση του οποίου το άτομο αντλεί χρησιμότητα. Οι καταναλωτικές προτιμήσεις πηγάζουν από την ανθρώπινη φύση η οποία, όμως, δεν αποτελεί αντικείμενο μελέτης της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας. Έτσι, το φαινόμενο της αδιάκοπης αύξησης της κατανάλωσης εμπορευμάτων με ρυθμούς κατά πολύ ταχύτερους της αύξησης του ελεύθερου χρόνου των ατόμων - που συχνά χαρακτηρίζεται ως «καταναλωτισμός» - ανάγεται τελικά από την κυρίαρχη θεωρία στην ανθρώπινη φύση. Αλλά και σε πολλές οικολογικές προσεγγίσεις19 παρουσιάζεται η αντίληψη ότι οι καταναλωτικές προτιμήσεις διαμορφώνονται από την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Ο «καταναλωτισμός», εδώ, ερμηνεύεται από την άπληστη ανθρώπινη φύση και η διέξοδος βρίσκεται στην αλλαγή της βούλησης και της συμπεριφοράς του ατόμου. Κατά τη μαρξιστική θεωρία το καταναλωτικό άτομο είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Τα καταναλωτικά πρότυπα διαμορφώνονται από κοινωνικές διαδικασίες. Έτσι, για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων καταναλωτικών προτύπων επενεργούν τόσο οικονομικές, όσο και βιολογικές, πολιτικές, πολιτιστικές και ψυχολογικές διαδικασίες που συνιστούν την κοινωνική ζωή και αποτελούν τους όρους ύπαρξης και της ατομικής ζωής. Ένας τέτοιος καθορισμός των αναγκών σημαίνει ότι οι ανάγκες μεταβάλλονται ιστορικά αλλά και διαφέρουν μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών σχηματισμών της ίδιας χρονικής περιόδου. Επομένως, οι ανάγκες ούτε «φυσικές» είναι, ούτε «αιώνιες». Ξεκινώντας από τη θέση του Marx ότι η ζήτηση είναι προϊόν της παραγωγής, μπορούμε κατ' αρχήν να διερευνήσουμε τις οικονομικές συνθήκες του φαινομένου του «καταναλωτισμού» στο σύγχρονο καπιταλισμό. Η καπιταλιστική παραγωγή διευρύνεται μέσω της συσσώρευσης. Η συσσώρευση κεφαλαίου ενσωματώνοντας την τεχνολογική πρόοδο, που πραγματοποιείται μέσα από την ταξική πάλη, οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας και της σχετικής και πρόσθετης υπεραξίας. Αξίζει κατ' αρχήν να σημειωθεί ότι η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί μεγαλύτερη εξειδίκευση και συνεχή επανεκπαίδευση, γεγονός το οποίο αυξάνει το κόστος αναπαραγωγής και την αξία της εργατικής δυνατής. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση εν γένει της παραγωγικότητας αποτελεί τη βάση για την αύξηση του πραγματικού μισθού των εργατών και επομένως και της κατανάλωσης τους. Εκείνο που θα καθορίσει αν η αύξηση της παραγωγικότητας οδηγήσει πράγματι σε αύξηση του πραγματικού μισθού είναι η ταξική πάλη τόσο μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας όσο και μεταξύ ατομικών κεφαλαίων σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Στην πολυεπίπεδη ταξική πάλη πρέπει, επίσης, να αναζητηθεί η εξήγηση του γεγονότος ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δεν οδηγεί σε δραστική μείωση του συνολικού εργάσιμου χρόνου και σε ουσιαστική αύξηση, επομένως, του ελεύθερου χρόνου πέραν εκείνης που δικαιολογείται, π.χ. λόγω της αυξημένης εντατικοποίησης της εργασίας στο σύγχρονο καπιταλισμό. Παρότι η παραγωγή αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη και κάλυψη των αναγκών, η σφαίρα της κυκλοφορίας παίζει ένα σημαντικό ρόλο στον σχηματισμό των αναγκών. Για να εξασφαλιστεί η πραγματοποίηση του κεφαλαίου στη σφαίρα της κυκλοφορίας, υπάρχει μια διαρκής ανάγκη για την ανακάλυψη νέων αξιών χρήσης και νέων αναγκών20. Προϋπόθεση της διευρυνόμενης καπιταλιστικής παραγωγής είναι μία συνεχώς διευρυνόμενη σφαίρα κυκλοφορίας. Για κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή, όλοι οι εργάτες, εκτός από εκείνους που απασχολεί ο ίδιος, εμφανίζονται όχι σαν εργάτες αλλά σαν καταναλωτές. Προσπαθεί, λοιπόν, να τους παρακινήσει προς κατανάλωση των προϊόντων του ή να τους δημιουργήσει νέες ανάγκες21. Ότι η διαφήμιση π.χ. αποτελεί τρόπο διεύρυνσης της αγοράς του ατομικού καπιταλιστή μέσω δημιουργίας ανάγκης για το προϊόν του και σε άλλους, νέους, καταναλωτές. Η ανάγκη για αύξηση της κατανάλωσης μπορεί επίσης να «σχεδιάζεται» και μέσω της γρήγορης απαξίωσης των προϊόντων ή της χειροτέρευσης των ποιοτικών προδιαγραφών των εμπορευμάτων. Όταν, όμως, ο κάθε μεμονωμένος καπιταλιστής λειτουργεί μ' αυτή τη λογική, το αποτέλεσμα είναι να μεταβάλλονται τα «ηθικά και ιστορικά» στοιχεία που υπεισέρχονται στο καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης. Δημιουργείται, έτσι, μια πίεση για αύξηση του εργατικού μισθού. Ας σημειωθεί ότι η πίεση αυτή, ενώ αναπτύχθηκε λόγω των αναγκών ρευστοποίησης, αντιστρατεύεται τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης, όπως η σημερινή, και καταδεικνύει τις αντιφάσεις της. Οι ανάγκες ρευστοποίησης μαζί με τις αυξημένες απαιτήσεις αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης λόγω των μεταβαλλόμενων συνθηκών παραγωγής και σε συνδυασμό με την πίεση της εργατικής τάξης οδηγούν σε αυξήσεις του πραγματικού μισθού και της κατανάλωσης στη βάση της αυξημένης παραγωγικότητας. Ο «καταναλωτισμός», ώμος, σαν κοινωνικό φαινόμενο διέπεται και από άλλες κοινωνικές συνιστώσες: πολιτιστικές και ψυχολογικές. Οι καταναλωτές δεν είναι απλά αντικείμενα των επιθυμιών των καπιταλιστών που απορρέουν από τις οικονομικές συνθήκες ύπαρξης του κεφαλαίου. Αντίθετα είναι δρώντα κοινωνικά άτομα που συμμετέχουν τόσο στη διαδικασία της παραγωγής όσο και στην πολιτική και στην πολιτιστική ζωή. Διαμορφώνονται, λοιπόν, και ψυχολογικοί όροι καθώς και κοινωνικές και ατομικές αξίες ώστε να συγκροτείται η καπιταλιστική κυριαρχία σ' όλα τα επίπεδα. Ο «καταναλωτισμός» συμπυκνώνει την κυρίαρχη ιδεολογία και τις μορφές αποδοχής της από τις κυριαρχούμενες μάζες μέσα στην συγκεκριμένη πάλη των τάξεων. Ο ακρογωνιαίος λίθος της κυρίαρχης οικονομικής θεωρίας και ιδεολογίας είναι η επιδίωξη ευχαρίστησης από τα άτομα. Η νεοκλασική θεωρία πρεσβεύει συγκεκριμένα ότι τα άτομα απολαμβάνουν χρησιμότητα από την κατανάλωση αξιών χρήσης και από τον ελεύθερο χρόνο. Η εργασία αυτή καθαυτή δίνει αρνητική χρησιμότητα, αποτελεί «θυσία». Το άτομο κατανέμει το χρόνο του μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου προσπαθώντας να μεγιστοποιήσει τη χρησιμότητα που απολαμβάνει τόσο από την κατανάλωση εμπορευμάτων που αποκτά με το εισόδημα του από την προσφορά εργασίας όσο και εκείνης που απολαμβάνει κατά τον ελεύθερο χρόνο του. Η τάση αυτή του ανθρώπου παρουσιάζεται σαν έμφυτη και επομένως αιώνια και φυσική. Έτσι, η ανάγκη για περισσότερη κατανάλωση πηγάζει από την ανθρώπινη φύση και οδηγεί τους ανθρώπους να εργάζονται σκληρά για να αποκτήσουν αγαθά για άμεση κατανάλωση ή για να αποταμιεύουν και να δημιουργήσουν κεφάλαιο το οποίο θα τους δώσει τη δυνατότητα να καταναλώσουν περισσότερο στο μέλλον. Η δυνατότητα των ατόμων να καταναλώνουν αντλώντας εισοδήματα από ιδιοκτησία - χωρίς να προσφέρουν δηλ. εργασία - ή ανάγεται σε προγενέστερη αποταμίευση και «θυσίες», ή δεν εισάγεται προς συζήτηση διότι θεωρείται δεοντολογικό θέμα. Οι παραπάνω αντιλήψεις, όμως, παρουσιάζουν την πραγματικότητα αντεστραμμένη. Στον καπιταλισμό, οι εργαζόμενοι είναι αποξενωμένοι από τα μέσα παραγωγής ώστε οι ανάγκες τους να διαμορφώνονται και να ικανοποιούνται στη βάση της πώλησης του εμπορεύματος που διαθέτουν - δηλ. της εργατικής δύναμης. Για να αποκτήσουν αξίες χρήσεις προς συντήρηση αποστερούνται την αξία χρήσης της εργατικής δύναμης και βρίσκονται αποξενωμένοι και από το προϊόν που παράγουν. Η εργασία καταβάλλεται στη βάση του οικονομικού καταναγκασμού που επιβάλλει το κεφάλαιο και έτσι αποτελεί «βάρος», «θυσία» για τον εργαζόμενο. Η αποξένωση του εργάτη από το προϊόν που παράγει εν μέρει αναιρείται μέσω της κατανάλωσης22. Εφόσον, όμως, η κατανάλωση είναι δυνατή μόνο με την απόκτηση και κατοχή ενός εμπορεύματος που ανήκει σε άλλον, δημιουργείται η ανάγκη για απόκτηση εμπορευμάτων. Η εργασία για τον κοινό εργαζόμενο είναι, επίσης, μονότονη, κουραστική, δεν κινητοποιεί τη δημιουργικότητα του ατόμου, δεν του επιτρέπει την ανάπτυξη πρωτοβουλίας και την ουσιαστική συμμετοχή στη διεύθυνση της παραγωγής. Αλλά και πέρα από το χώρο εργασίας, το άτομο στερείται του δικαιώματος της συμμετοχής, της επιλογής, της αναζήτησης του καινούργιου, της πολύπλευρης ανάπτυξης των ικανοτήτων του. Η κατανάλωση, από την άλλη πλευρά, παρουσιάζεται σαν πεδίο ελεύθερης επιλογής για το άτομο. Ο καταναλωτής μπορεί να αγοράσει ό,τι επιθυμεί. Οι άνθρωποι, λοιπόν, προσπαθούν να ανατρέψουν την αποξένωση που δημιουργείται στην παραγωγή και στην υπόλοιπη κοινωνική ζωή στη σφαίρα της κατανάλωσης. Η τάση, λοιπόν, για «καταναλωτισμό» πηγάζει από την καπιταλιστική κοινωνία και όχι από το ακόρεστο της αιώνιας ανθρώπινης φύσης. Επιπλέον, εφόσον η εργατική δύναμη έχει γίνει εμπόρευμα, οι εργάτες σχετίζονται μεταξύ τους μέσω της αγοράς σαν φορείς του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» και, παράλληλα, αναπτύσσεται ανταγωνισμός μεταξύ τους στην αγορά κατά την πώληση του εμπορεύματος τους. Ο ανταγωνισμός αυτός αποτελεί ουσιαστικά ανταγωνισμό για την απόκτηση και κατοχή εμπορευμάτων προς κατανάλωση με βάση το μισθό, αφού υπάρχει αποξένωση από τα μέσα παραγωγής και το προϊόν της εργασίας. Ο ανταγωνισμός έτσι γενικεύεται, γίνεται στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας. Τα άτομα αγωνίζονται να αποκτήσουν περισσότερα εμπορεύματα, να ανέβουν κοινωνικά, να βελτιώσουν τη σχετική τους θέση στην κοινωνία23. Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνισμού, αξίες χρήσεις που πριν θεωρούντο πολυτελή αγαθά και απολαμβάνονταν μόνο από τους καπιταλιστές, θέτουν νέα κοινωνικά standards για τους εργάτες αυξάνοντας έτσι την πρόσδεση τους στο κεφάλαιο. Οι άνισες θέσεις, όμως, των ατόμων στην παραγωγή δημιουργούν άνισα εισοδήματα και επομένως και άνιση κατανάλωση ώστε να διατηρείται η σχετική θέση των ατόμων στην κοινωνία με ανάλογη υποκειμενοποίηση της σχετικής φτώχειας. Οι καταναλωτικές αξίες, βέβαια, επιτελούν λειτουργίες και στο πολιτικό επίπεδο. Εφόσον γίνονται αποδεκτές από ευρύτερες κοινωνικές μάζες αποτελούν ένα μηχανισμό κοινωνικής συνοχής, αποδοχής του κοινωνικού συστήματος και αποτροπής της κοινωνικής εξέγερσης. Έτσι, οι καταναλωτικές αξίες επιτελούν τον ιδεολογικό ρόλο που έπαιζε π.χ. η θρησκεία σε παλαιότερες εποχές24. Με βάση τα παραπάνω πρέπει να έχει γίνει φανερό ότι ηθικές εκκλήσεις π.χ. για αλλαγή του τρόπου σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων, για αλλαγή της ακόρεστης φύσης του ανθρώπου - που στηρίζονται ουσιαστικά στον ιδεαλισμό - όσο και αν βοηθούν σε κάποια ευαισθητοποίηση σε θέματα περιβάλλοντος, δεν πρόκειται να δώσουν λύσεις στα οικολογικά προβλήματα. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της μαρξιστικής προσέγγισης δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κάποιο «σωστό» επίπεδο κατανάλωσης - πράγμα που θα υπονοούσε ουσιαστικά κάποια «ηθικά - ανθρωπολογικά κριτήρια». Βέβαια, ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης με ταυτόχρονη αύξηση του ελεύθερου χρόνου για την πολύπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου πάντα αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά της επιδιωκόμενης σοσιαλιστικής κοινωνίας. Με κοινωνικές συνθήκες όπως η συλλογικότητα, η ισότητα, η ελευθερία και ο κοινωνικός προσδιορισμός των αναγκών, της παραγωγής και της κατανάλωσης δεν μπορεί παρά να διασφαλίζει σε μια τέτοια κοινωνία την οικολογική ισορροπία. 3. Οι επιπτώσεις της ρύπανσης και της εξάντλησης των φυσικών πόρων στην καπιταλιστική παραγωγή και η αντιμετώπιση τους. Η φύση αποτελεί την υλική βάση της καπιταλιστικής παραγωγής. Φυσικοί πόροι όπως ο αέρας, το νερό, τα ορυκτά, το έδαφος εν γένει, είναι απαραίτητοι στην παραγωγή είτε σαν μέσα εργασίας είτε σαν αντικείμενα εργασίας, είτε σαν στοιχεία της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πολλοί φυσικοί πόροι ήσαν, και σε κάποιο βαθμό εξακολουθούν να είναι, «ελεύθερα αγαθά», δηλαδή είχαν αξία χρήσης αλλά δεν είχαν ανταλλακτική αξία. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτοί οι πόροι (αέρας, υδάτινοι πόροι) διέπονται από καθεστώς «κοινής ιδιοκτησίας» ώστε η προσπέλαση τους και η χρήση τους να είναι ανοικτή για όλα τα μέλη μιας κοινότητας. Αυτή η κοινοκτημοσύνη, όμως, δεν είναι ουσιαστική σε ένα καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό αφού οι καπιταλιστές είναι σε θέση να ιδιοποιούνται τους πόρους κοινής ιδιοκτησίας δωρεάν ή καταβάλλοντας χαμηλές τιμές25. Έτσι, το περιβάλλον γίνεται αποδέκτης των ρυπαντικών ουσιών που εκπέμπονται από την παραγωγική διαδικασία και οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν δωρεάν και σε ατομική βάση την ικανότητα του για αυτοκαθαρισμό. Παραγματοποιείται, λοιπόν, μια «εξωτερίκευση» του κόστους παραγωγής με αποτέλεσμα την καταστροφή του περιβάλλοντος όταν η ρύπανση ξεπερνά τη χωρητικότητα του. Έτσι, αντί οι καπιταλιστές να επενδύουν σε αντιρρυπαντική τεχνολογία, «κοινωνικοποιούν» τις ζημιές που προκαλούν στο περιβάλλον και συνεπακόλουθα το κόστος, αφού πλέον το καθαρό περιβάλλον γίνεται «δημόσιο αγαθό» το οποίο για να προσφερθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα απαιτεί την κρατική παρέμβαση. Η ρύπανση του περιβάλλοντος, όμως, έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής για τους καπιταλιστές που υφίστανται τις επιπτώσεις της. Η καταστροφή του περιβάλλοντος αναγκάζει τους καπιταλιστές που χρησιμοποιούν φυσικούς πόρους σαν μέσα παραγωγής να υποστούν μεγαλύτερα έξοδα, καταφεύγοντας στη διαμεσολάβηση της παραγωγής προκειμένου να αποκαταστήσουν τους προς χρήση φυσικούς πόρους ή να τους υποκαταστήσουν. Από την άλλη πλευρά η ρύπανση του περιβάλλοντος καταστρέφει φυσικές πηγές που παρέχουν αξίες χρήσεις (π.χ. τρόφιμα) για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης ώστε να απαιτείται η προσφυγή στην καθαυτό παραγωγή με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η ρύπανση, επίσης, έχει επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου αυξάνοντας το κόστος περίθαλψης, οδηγώντας ακόμη και στην απώλεια της ζωής του εργάτη, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας του συνόλου των εργατών για τους καπιταλιστές. Επίσης, η ρύπανση του περιβάλλοντος μπορεί να καταστρέψει και διαρκή εμπορεύματα (π.χ. κατοικίες) που υπεισέρχονται στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Έτσι, η ρύπανση του περιβάλλοντος δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη μακροχρόνια αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δημιουργεί επίσης τον κίνδυνο εξάντλησης κάποιων φυσικών πόρων οι οποίοι έχουν ιστορικά αναδειχθεί σε πόρους στρατηγικής σημασίας για την παραγωγή (π.χ. πετρέλαιο) και οι οποίοι, επίσης, δεν είναι εύκολο να αναπαραχθούν από τη φύση. Η λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης οδηγεί στην αναζήτηση και χρήση φθηνών πρώτων υλών με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται πρώτα τα καλύτερης ποιότητας και τα ευκολότερα προσπελάσιμα κοιτάσματα. Έτσι, μεγιστοποιούνται τα κέρδη του κεφαλαίου που λειτουργεί στον τομέα της εξόρυξης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων αλλά, από την άλλη πλευρά, διακυβεύονται μακροχρόνιες συνθήκες αναπαραγωγής του συστήματος όπως είναι π.χ. η ύπαρξη ενέργειας. Η «στενότητα» αυτή, όμως, πηγάζει καθαρά από τη λογική του συστήματος και είναι δυνατόν να δημιουργηθούν, όπως θα δούμε, διαδικασίες εντός του συστήματος για την αντιμετώπιση της. Επιπλέον, η «στενότητα» κάποιων πόρων αποτελεί ιστορικά το αποτέλεσμα της δημιουργίας φυσικών μονοπωλίων στους εν λόγω κλάδους. Λόγω της στρατηγικής φύσης κάποιων φυσικών πόρων στη σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή και της δύσκολης αναπαραγωγής τους από τη φύση, εύκολα δημιουργείται φυσικό μονοπώλιο. Η ατομική ιδιοκτησία αυτών των πόρων καθιστά την προσπέλαση τους αδύνατη για το μεγαλύτερο μέρος των ατομικών κεφαλαίων και αποτελεί τον όρο διεκδίκησης γαιοπροσόδου κατά τη διανομή της υπεραξίας που παράγεται26. Η μονοπωλιακή κατάσταση διασφαλίζεται επίσης με τον κάθετο ή οριζόντιο έλεγχο της παραγωγής και κυκλοφορίας των προϊόντων αυτών καθώς και με τον έλεγχο της ανάπτυξης υποκατάστατων ή εναλλακτικών τεχνολογιών. Η δημιουργία φυσικού μονοπωλίου και η επιβολή απόλυτης γαιοπροσόδου στους καπιταλιστές που χρησιμοποιούν τους πόρους αυτούς σαν πρώτες ύλες εμφανίζεται στους τελευταίους ως αύξηση τους κόστους. Εξάλλου, οι μονοπωλιακές τιμές φυσικών πόρων όπως το πετρέλαιο, που αποτελούν στοιχεία του εργατικού μισθού, αυξάνουν το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης δημιουργώντας έτσι πρόσθετες αυξητικές πιέσεις στο κόστος όλων των καπιταλιστών. Κατά πόσο θα αυξηθεί το κόστος παραγωγής (σταθερό ή μεταβλητό) εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, από τους ταξικούς αγώνες που διεξάγονται με αφετηρία ή εμπλέκονται και με τις αυξητικές τάσεις των τιμών των φυσικών πόρων. Οι καπιταλιστές π.χ. των οποίων τα κέρδη μειώνονται λόγω των υψηλών τιμών των πρώτων υλών ξεκινούν έναν αγώνα εναντίον των μερίδων του κεφαλαίου που κατέχουν μονοπωλιακή θέση με σκοπό να ανατρέψουν ή να περιορίσουν τη θέση αυτή. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η ύπαρξη υψηλών τιμών για κάποιους φυσικούς πόρους (όπως ήταν η περίπτωση του πετρελαίου κατά τη δεκαετία του 1970) δεν είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης φυσικής στενότητας τους αλλά της κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής και της κυκλοφορίας των πόρων αυτών27. Στο πλαίσιο, βέβαια, της κίνησης των ατομικών κεφαλαίων δημιουργούνται αντίρροπες δυνάμεις οι οποίες αναχαιτίζουν τις τάσεις του συστήματος για καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Στη βάση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, και με κριτήριο την εξοικονόμηση μέσων παραγωγής το κεφάλαιο αναπτύσσει εναλλακτικές τεχνολογίες παραγωγής οι οποίες εξοικονομούν ή ανακυκλώνουν τον ακριβό φυσικό πόρο ή ακόμη δημιουργούν τεχνητά υποκατάστατα μέσω της παραγωγικής διαδικασίας με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η σπατάλη των φυσικών πόρων'. Αναπτύσσονται, επίσης, και χρησιμοποιούνται τεχνολογίες που έχουν ευνοϊκές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως είναι η ανακύκλωση των βιομηχανικών αποβλήτων, στο βαθμό που αυτό αυξάνει τα κέρδη της επιχείρησης. Οι συστηματικές αντίρροπες δυνάμεις δεν φαίνεται, όμως, να επαρκούν για την αντιμετώπιση της καταστροφής του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα σε συνθήκες παρατεινόμενης δομικής κρίσης του συστήματος, όπως η σημερινή. Η μακροχρόνια διατήρηση του περιβάλλοντος, της υλικής βάσης της παραγωγής, είναι, εντούτοις, ζωτικής σημασίας για τη δυναμική αναπαραγωγή του συστήματος. Συγκεκριμένα ο καπιταλισμός έχει ανάγκη από τη συνεχή και απρόσκοπτη προμήθεια πρώτων υλών και από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Όταν αυτά δεν διασφαλίζονται από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό το αστικό κράτος, ως οργανωτής όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των καπιταλιστών, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας με βάση τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης και τις ανάγκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου, καλείται να παρέμβει για να ρυθμίσει τους «κανόνες του παιγνιδιού». Επιβάλλει διοικητικούς ελέγχους, φόρους, επιδοτήσεις ή ακόμη αναλαμβάνει το ίδιο επενδύσεις στους τομείς αυτούς ή ενισχύει τις αντίρροπες δυνάμεις. Υπογραμμίζεται ότι στα πλαίσια αυτά το κράτος εθνικοποιεί ολόκληρους κλάδους όπως είναι π.χ. η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η κρατική παρέμβαση διαμορφώνεται μέσα από τους ταξικούς αγώνες αφού το ίδιο το κράτος αποτελεί πεδίο ταξικής διαπάλης. Διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο μέσα από τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό και μέσα από την πάλη του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης. Η κρατική παρέμβαση εγκλείει μέσα της τα επικρατήσαντα ταξικά συμφέροντα. Εντούτοις, δεν σημαίνει ότι η πολιτική περιβάλλοντος εξυπηρετεί γραμμικά τα συμφέροντα π.χ. της μερίδας του κεφαλαίου που κατέχει μονοπωλιακή θέση και, μπορεί επίσης, να επικυριαρχεί στην οικονομική σφαίρα. Το κράτος προκειμένου να διασφαλίσει τη μακροχρόνια αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι δυνατόν να παίρνει μέτρα και ενάντια σε κυρίαρχα τμήματα του κεφαλαίου (π.χ. εθνικοποιήσεις εταιρειών πετρελαίου) αλλά και να ικανοποιεί εργατικά αιτήματα (π.χ. πάγωμα των τιμών ενέργειας). Στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος η κρατική πολιτική φαίνεται, εντούτοις, να «κοινωνικοποιεί» προς τα ευρύτερα στρώματα των εργαζομένων το κόστος αντιρρύπανσης. Μια προσεκτική εξέταση των μέτρων που συνήθως επιβάλλονται και είναι διοικητικοί περιορισμοί ή επιδοτήσεις, αναδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις προτιμούν τη θεσμοθέτηση ανώτερων ορίων ρύπανσης (standards) γιατί μπορούν να τα καταπατούν και στην περίπτωση που διώκονται για παραβάσεις να πληρώνουν πολύ μικρά πρόστιμα. Επίσης, οι επιδοτήσεις για μείωση της ρύπανσης είναι πιο αποδεκτές από την επιβολή φόρων στους ρυπαίνοντες αφού οι επιδοτήσεις χρηματοδοτούνται από τα φορολογικά έσοδα που επιβαρύνουν κατά κύριο λόγο τους μισθωτούς. Το ίδιο ισχύει και για τις δημόσιες επενδύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, οι οποίες χρηματοδοτούνται από τη φορολογία. Η κρατική πολιτική στους τομείς αυτούς, επίσης, εξαρτάται από τη φάση του καπιταλιστικού κύκλου. Σε εποχές κρίσης που διακυβεύονται πιο ζωτικές συνθήκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου, το κράτος δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου όπως είναι η τεχνολογική ανανέωση και τρόποι συμπίεσης του εργατικού κόστους. Γενικά, η κρατική παρέμβαση στους τομείς του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων δεν πρέπει να θεωρείται πανάκεια. Αποτελεί μια μορφή αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσης χωρίς να αντιστρατεύται τα συμφέροντα του καπιταλισμού και συγκεραίνει τους ταξικούς αγώνες. Μια ριζική αντιμετώπιση των οικολογικών προβλημάτων απαιτεί ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και αλλαγές σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα. 4. Επίλογος Η ανάλυση που προηγήθηκε έδειξε, πιστεύουμε, τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνιστώσες της οικολογικής καταστροφής, καθώς και τις ταξικές διαστάσεις της επικρατούσας πολιτικής προστασίας του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων. Το εγχείρημα αυτό βασίστηκε στις έννοιες της τάξης και της εκμετάλλευσης και στη σύλληψη της κοινωνίας σαν ολότητα συναρθρωμένων φυσικών και κοινωνικών διαδικασιών ώστε να αποφευχθούν οι ντετερμινισμοί των παραδοσιακών μαρξιστικών προσεγγίσεων . Θέλουμε, όμως, τελειώνοντας να σημειώσουμε ότι στις περισσότερες οικολογικές προσεγγίσεις διακρίνουμε έναν «οικολογικό», «βιολογικό» ντετερμινισμό σύμφωνα με τον οποίο κάθε κοινωνική διαδικασία ανάγεται σε κάποιο καθοριστικό φυσικό περιορισμό. Έτσι, τη στιγμή ακριβώς που επικρίνεται ο παραδοσιακός μαρξισμός για «παραγωγισμό», «τεχνοκρατισμό» κλπ. υπάρχει μια εμφανής τάση στο οικολογικό κίνημα προς τις αντιδραστικότερες πλευρές του ιδεαλισμού καθώς, υποβαθμίζονται ή «φυσικοποιούνται» οι κοινωνικές πλευρές της πραγματικότητας. Το αποτέλεσμα, πιστεύουμε, της ηγεμονίας αυτών των αντιλήψεων θα είναι μια απολίτικη, αταξική παρέμβαση του οικολογικού κινήματος που σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορέσει να μεταλλάξει τον καπιταλισμό σε μια εναλλακτική αταξική κοινωνία ούτε να επιτύχει μια αρμονική σχέση ανθρώπου - φύσης. πηγη