Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Το οικονομικοχρηματιστικό και το οικολογικό χρέος

Το έχουμε ξαναδιατυπώσει: πίσω από την παγκόσμια οικονομική κρίση βρίσκεται στην ουσία η οικολογική κρίση. Με την έννοια της έλλειψης πόρων και ενέργειας από τη μια και την πεπερασμένη δυνατότητα του πλανητικού συστήματος να απορροφήσει τον μεγάλο όγκο των αποβλήτων μας από την άλλη.

Η οικονομική κρίση, έχει γίνει πια καθαρό σε όλους, οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία κινείται  πλέον με βάση το χρέος.  Πραγματικά, η μεγάλη αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης τα τελευταία 15-20 χρόνια ... (βασικά μεταξύ 1990-2007) πυροδοτήθηκε και στηρίχθηκε από την μαζική χορήγηση δανείων από τις τράπεζες. Είχαμε παντού αυξανόμενα επίπεδα χρέους. Των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων. Με τη μορφή καταναλωτικών χρεών, χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, δημοσίων χρεών, εξωτερικών χρεών σε κάθε χώρα. Στο προηγούμενο της κρίσης διάστημα το χαρακτηριστικό ήταν η αύξηση ιδίως των καταναλωτικών χρεών.  Χρησιμοποιήθηκαν σαν μηχανισμός, ώστε η κατανάλωση να γίνει ο βασικός μοχλός της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εκ των πραγμάτων τα καταναλωτικά δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για να αποσυνδέσουν τις καταναλωτικές δαπάνες των εργαζομένων και των μισθωτών από τα αντίστοιχα εισοδήματά τους(« Δεν έχεις τα λεφτά για μεγαλύτερο και καινούργιο αυτοκίνητο; Πάρε το με χρηματοδότηση από την τράπεζά σου». «Δεν έχεις όλα τα λεφτά για ιδιόκτητο και μεγάλο σπίτι; Πάρε στεγαστικό δάνειο». Στην κουλτούρα του «δανείσου και ξόδευε» είναι πιο ευάλωτα τα κοινωνικά στρώματα χαμηλού εισοδήματος και η μεσαία τάξη. Όμως αυτή η κουλτούρα δεν φέρνει μακροπρόθεσμα ευημερία για αυτά, αλλά στο τέλος-όταν δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια-μάλλον φέρνει δυστυχία, αφού τα κάνουν έρμαια των πιστωτών).

Βέβαια δεν ήταν όλες οι οικονομίες το ίδιο επιρρεπείς στη δυναμική αυτή των χρεών. Στις λεγόμενες «αναδυόμενες» οικονομίες(π.χ. Κίνα, Ινδία) μάλιστα είχαμε αποταμιεύσεις από το 2001 μέχρι 2008. Αλλά και στις «προηγμένες» οικονομίες είχαμε δύο διαφορετικές, βασικά, συμπεριφορές σε σχέση με τα χρέη, το ίδιο διάστημα. Στις «φιλελεύθερες οικονομίες της αγοράς»(π.χ. ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία κ.λπ.) είχαμε ενθάρρυνση για υψηλότερα επίπεδα καταναλωτικού χρέους, από ότι στις λεγόμενες «συντονισμένες οικονομίες της αγοράς»(π.χ. Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Σκανδιναβία κ.λπ.), παρόλο που και στα δύο είδη καπιταλισμού συμφωνούν ότι θα πρέπει να επιδιώκεται η «ανάπτυξη». Και σε περιόδους κρίσης η «ανάκαμψη». Διαφέρουν μόνο στον τρόπο: οι μεν τη στηρίζουν στην κατανάλωση, οι δε στις παραγωγικές επενδύσεις.

Και στις δύο περιπτώσεις οι κυβερνήσεις-σε περιόδους κρίσης-τείνουν να δανείζονται χρήματα για να τονώσουν την «ανάκαμψη»(χρειάσθηκαν τεράστια χρηματικά ποσά π.χ. στο τέλος του 2008 και αρχές 2009, ώστε να «σταθεροποιηθεί» το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, και αυτά εξασφαλίσθηκαν από αυξημένο δημόσιο δανεισμό σε όλες τις πληγείσες από την κρίση χώρες: υπολογίζεται πάνω από 7-8 τρισεκατομμύρια δολάρια). Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα εκτός από το μεγάλωμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής «φούσκας» και την κατάρρευση της ίδιας της χρηματοπιστωτικής αγοράς, λόγω απώλειας της «εμπιστοσύνης». Οι ίδιες οι πρακτικές των κυβερνήσεων και των οικονομικών ιθυνόντων, που εφαρμόστηκαν για να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη, οδηγούν τελικά στην οικονομική κατάρρευση. Δεν είναι βασικά  η «ανευθυνότητα» ή η «απληστία» των αγορών -αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο- η αιτία της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και της κρίσης των δημοσιονομικών χρεών. Η βασικότερη αιτία είναι η ίδια η επιδίωξη της συνέχισης και της προστασίας της οικονομικής ανάπτυξης και της επικρατούσας αντίστοιχης ιδεολογίας της.

Η πιστωτική κρίση και η ύφεση-που ζούμε σήμερα στον καπιταλιστικό κόσμο-είναι μέρος μόνο της συστημικής αποτυχίας του παραγωγικοκαταναλωτικού καπιταλιστικού προτύπου. Επακόλουθο των οικονομικών επιπτώσεων που έχει η όλο και μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη.  Όμως και η αυξημένη κατανάλωση υλικών αγαθών και η αυξημένη παραγωγή τους απαιτούν αυξημένη χρήση υλικών και ενέργειας. Επίσης έχουν αυξημένη παραγωγή αποβλήτων, όσο και να αυξάνεται ο βαθμός απόδοσης της χρησιμοποιημένης τεχνολογίας.

Το τελικό αποτέλεσμα των αυξημένων οικονομικών δραστηριοτήτων του οποιασδήποτε μορφής κεφαλαίου είναι η κατάρρευση των αποθεμάτων των φυσικών πόρων του πλανήτη και του περιβάλλοντος. Αυτό φαίνεται και από τη «φούσκα» των τιμών των υλικών αγαθών. Αυτή οφείλεται εν μέρει μόνο στην κερδοσκοπία. Κύρια αιτία της είναι η συνειδητοποίηση των αγορών ότι υπάρχει πλέον μεγάλο πρόβλημα στον εφοδιασμό. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, ελλείψεις πόρων, η οικονομική διεύρυνση στην Ν.Α. Ασία(αναδυόμενες χώρες) κ.λπ., μειώνουν τη διάρκεια ζωής των πεπερασμένων αποθεμάτων που έχουν απομείνει. Ο ανταγωνισμός μεταξύ της εξασφάλισης τροφής και της εξασφάλισης της μετακίνησης(τρόφιμα ή βιοκαύσιμα) συμβάλει π.χ. στην αύξηση των τιμών των τροφίμων. Η αύξηση των εκπομπών του άνθρακα και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή, η μείωση της βιοποικιλότητας, η αποψίλωση και οι πυρκαγιές των δασών, η μείωση των ιχθυαλιευμάτων, η έλλειψη νερού, η υποβάθμιση των καλλιεργούμενων εδαφών συμβάλλουν στην μείωση της αποδοτικότητας και των οικονομικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων και διογκώνουν το πρόβλημα της ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών τους.

Οι υλικές και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επιδιωκόμενης ανάπτυξης είναι εξίσου υπεύθυνες για τη κρίση, όσο και οι επιπτώσεις της δράσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μας οδηγεί εκτός της δημιουργίας οικονομικών χρεών και στη δημιουργία οικολογικών χρεών.  Η ανικανότητά μας να ρυθμίσουμε τις χρηματοοικονομικές αγορές συνδυάζεται με την ανικανότητά μας να προστατέψουμε τους φυσικούς πόρους και να περιορίσουμε τις οικολογικές καταστροφές. Τα χρέη που αφήνουμε στα παιδιά μας και τις μελλούμενες γενιές δεν θα είναι μόνο οικονομικά-που θα πρέπει να πληρώσουν τους πιστωτές μας-θα είναι και οικολογικά προς τον πλανήτη και τα οικοσυστήματα-που θα πρέπει να τα αποκαταστήσουν ξεπληρώνοντάς τα, αν θέλουν φυσικά να επιβιώσουν στο μέλλον.

Προς το παρόν και τα οικολογικά μας χρέη είναι το ίδιο «επισφαλή», όσο και τα χρηματοοικονομικά. Κανένα από τα δύο είδη δεν αντιμετωπίζουμε ακόμα σωστά, αφού επιμένουμε στη κατεύθυνση της καταναλωτικής ανάπτυξης. Η με αυτόν τον τρόπο επιδιωκόμενη –έστω και βραχυπρόθεσμα-επάνοδο στην «ευημερία», δεν πρόκειται να έρθει και να είναι βιώσιμη. Είμαστε καταδικασμένοι σε αποτυχία, αν επιμένουμε στη ποσοτική μεγέθυνση των ΑΕΠ και των κάθε είδους οικονομικών δραστηριοτήτων και κατανάλωσης, που μπορεί να υπονομεύουν τη μελλοντική μας ύπαρξη. Γιατί η κακώς εννοούμενη σημερινή ευημερία, μπορεί να υπονομεύει πραγματικά τις συνθήκες στις οποίες μπορεί να βασισθεί η αυριανή μας ευημερία. Η παρούσα κατάρρευση, που βιώνουμε και σαν ελληνική κοινωνία, είναι ένα μήνυμα ότι το «αύριο είναι ήδη εδώ», αν δεν αλλάξουμε ρότα.